κακοραπάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]κακοραπάρω
- είμαι άθλιος, φάλτσος, χωρίς έμπνευση σαν ράπερ, κομπιάζω ή τραγουδώ άτεχνες ρίμες, έχω δυσαρμονική φωνητική χροιά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κακοραπάρω
|