κακοτυχίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κακοτυχίζω < μεσαιωνική ελληνική κακοτυχίζω < αρχαία ελληνική κακοτυχέω / κακοτυχῶ < κακοτυχής < κακός + τύχη

κακοτυχίζω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]