καλαμπόκια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ka.lamˈbo.ca/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λα‐μπό‐κια
- τονικό παρώνυμο: καλαμποκιά
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]καλαμπόκια ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του καλαμπόκι