καλιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καλιά < πιθανόν σύντμηση της φράσης «κά(με) (δου)λειά σου» με ορθογραφική απλοποίηση[1] ή ελλειπτική μορφή της φράσης «άμε κά(με) (δου)λειά σου» με συλλαβική ανομοίωση[2]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kaˈʎa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐λιά
ομόηχα: καλειά, καλλιά

Επίρρημα

[επεξεργασία]

καλιά

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]
  • καλειά (χωρίς ορθογραφική απλοποίηση)

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. καλιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. καλειά - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική καλιᾱ́ αἱ καλιαί
      γενική τῆς καλιᾶς τῶν καλιῶν
      δοτική τῇ καλι ταῖς καλιαῖς
    αιτιατική τὴν καλιᾱ́ν τὰς καλιᾱ́ς
     κλητική ! καλιᾱ́ καλιαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καλιᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  καλιαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καλιά < κᾶλον

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καλιά θηλυκό (ᾰ)

  1. πρόχειρη ξύλινη καλύβα φτιαγμένη από κλαδιά
  2. (κατ’ επέκταση) φωλιά πουλιού ή λημέρι ζώου
  3. (κατ’ επέκταση) σιταποθήκη ή αχυρώνας
  4. κτίσμα ή σπήλαιο όπου έχει τοποθετηθεί άγαλμα κάποιου θεού

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]