καλλιγραφικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]καλλιγραφικά < καλλιγραφικός + -ά
Επίρρημα
[επεξεργασία]καλλιγραφικά
- με καλλιγραφικό τόπο, με καλλιγραφία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καλλιγραφικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]καλλιγραφικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του καλλιγραφικό