καλλιστήμονας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καλλιστήμονας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καλλιστήμονας αρσενικό
- αειθαλές φυτό του γένους Callistemon με χαρακτηριστικές ταξιανθίες
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καλλιστήμονας