καλοβλέπω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καλοβλέπω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
καλοβλέπω
- (αμετάβατο) βλέπω καλά, καθαρά
- (μεταβατικό) βλέπω καλά, καθαρά (κάποιον ή κάτι)
- (μεταβατικό) βλέπω με ευχαρίστηση ή, γενικότερα, με καλή διάθεση (κάποιον ή κάτι)