καλογήρους
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]καλογήρους αρσενικό
- (λόγιο) αιτιατική πληθυντικού του καλόγηρος
- εναλλακτικά: καλόγηρους
Δείτε επίσης : καλόγηρους |
καλογήρους αρσενικό