καλοκαίριασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καλοκαίριασμα < καλοκαιριάζω / καλοκαιριάζει + -μα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καλοκαίριασμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καλοκαιριάζω / καλοκαιριάζει
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη καλοκαίρι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καλοκαίριασμα
|