καλοκαγαθία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καλοκαγαθία < αρχαία ελληνική καλοκἀγαθία < καλοκἀγαθός < καλός καί ἀγαθός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καλοκαγαθία θηλυκό
- (ιστορία) η ιδιότητα του καλοκἀγαθοῦ, του ανθρώπου που αποτελεί πρότυπο και συνδυάζει σωματική ομορφιά και ηθική αρετή (και σε κάποιες χρονικές περιόδους και την ευγενική καταγωγή)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις καλοκάγαθος, καλός και αγαθός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καλοκαγαθία