καλοκαιράκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καλοκαιράκι | τα | καλοκαιράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | καλοκαιράκι | τα | καλοκαιράκια |
κλητική | καλοκαιράκι | καλοκαιράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καλοκαιράκι < υποκοριστικό του καλοκαίρι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καλοκαιράκι ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καλοκαιράκι
|