καλοκαιριάτικα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καλοκαιριάτικα < καλοκαιριάτικ(ος) + -α
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ka.lo.ceɾˈʝa.ti.ka/ & /ka.lo.ceˈɾi̯a.ti.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λο‐και‐ριά‐τι‐κα
Επίρρημα
[επεξεργασία]καλοκαιριάτικα
- που γίνεται το καλοκαίρι, ενώ δεν θα έπρεπε (αρνητική χροιά)
- ↪ Καλοκαιριάτικα, φοράς παλτό; Θα σκάσεις από τη ζέστη!
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]καλοκαιριάτικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του καλοκαιριάτικομ ουδέτερο του καλοκαιριάτικος