καλοκαμωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Μετοχή
[επεξεργασία]καλοκαμωμένος αρσενικό (καλοκαμωμένη θηλυκό, κακολαμωμένο ουδέτερο)
- που είναι ωραία, όμορφα ή καλά φτιαγμένος
- (για έμψυχα) όμορφος
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καλοκαμωμένος
|