καλοναρχώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καλοναρχώ < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ka.lo.naɾˈxo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐λο‐ναρ‐χώ

καλοναρχώ

  1. βοηθώ τον ψάλτη στην εκκλησία, είμαι καλονάρχος
  2. (μεταφορικά) κάνω μια πρόταση, προτείνω κάτι

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]