καλοπαντρεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καλοπαντρεύω < καλο- + παντρεύω [1]

καλοπαντρεύω, αόρ.: καλοπάντρεψα, παθ.φωνή: καλοπαντρεύομαι, π.αόρ.: καλοπαντρεύτηκα, μτχ.π.π.: καλοπαντρεμένος

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]