καλοπερασάκιας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | καλοπερασάκιας | οι | καλοπερασάκηδες |
γενική | του | καλοπερασάκια | των | καλοπερασάκηδων |
αιτιατική | τον | καλοπερασάκια | τους | καλοπερασάκηδες |
κλητική | καλοπερασάκια | καλοπερασάκηδες | ||
Οι καταλήξεις -ιας, -ια προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «γυαλάκιας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καλοπερασάκιας < καλοπερνώ (αορ. καλοπέρασα) + -άκιας
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καλοπερασάκιας αρσενικό
- (οικείο) αυτός που τον απασχολεί μόνο το πώς θα περνάει καλά, θα έχει ανέσεις και θα αποφεύγει την κούραση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καλοπερασάκιας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γυαλάκιας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)