καλοπληρώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καλοπληρώνω < καλο- + πληρώνω

καλοπληρώνω (παθητική φωνή: καλοπληρώνομαι)

  1. (για εργαζομένους) πληρώνω κάποιον με πολύ καλή αμοιβή
  2. (για ενοικιαστές) καταβάλλω κάθε μήνα το ενοίκιο στον ιδιοκτήτη

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]