καλούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καλούμαι, παθητική φωνή του καλώ

καλούμαι → δείτε τη λέξη καλώ

  1. με καλεί το καθήκον, κάποια υποχρέωση, πρέπει να κάνω κάτι που δεν είναι σαφές αν το επιθυμώ και που τείνει να μην αφορά κάτι ιδιαίτερα ευχάριστο
    Καλούμαι να καταβάλλω 5.000 ευρώ/στο στρατό/να αναταποκριθώ στις υποχρεώσεις μου
  2. ονομάζομαι

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη καλώ

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]