καλούμπα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καλούμπα | οι | καλούμπες |
γενική | της | καλούμπας | των | (καλουμπών) |
αιτιατική | την | καλούμπα | τις | καλούμπες |
κλητική | καλούμπα | καλούμπες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καλούμπα < βενετική caloma / caluma < υστερολατινική *calauma < *chalagma < (ελληνιστική κοινή) χάλασμα (=χαλάρωμα) < χαλάω / χαλῶ (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καλούμπα θηλυκό (& καλούμα)
- κουβάρι από σπάγγο για το πέταγμα του χαρταετού την ημέρα της Καθαράς Δευτέρας
- (παρωχημένο) σχοινί
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- αμόλα καλούμπα!: προτροπή για συνέχιση: άσε τα πράγματα να κυλήσουν· κι επίσης: μην μένεις στάσιμος, προχώρα...
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)