καλπονοθεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καλπονοθεύω < κάλπη + -ο- + νοθεύω

καλπονοθεύω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]