καλόγηρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

καλόγηρο αρσενικό

Ταυτόσημο

[επεξεργασία]