καλόστρωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καλόστρωτος < μεσαιωνική ελληνική καλόστρωτος < καλοστρώνω < ελληνιστική κοινή στρωννύω αρχαία ελληνική στρώννυμι
Επίθετο
[επεξεργασία]καλόστρωτος
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις καλοστρώνω, καλός και στρώνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καλόστρωτος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)