καλῴδιον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ καλῴδιον τὰ καλῴδι
      γενική τοῦ καλῳδίου τῶν καλῳδίων
      δοτική τῷ καλῳδί τοῖς καλῳδίοις
    αιτιατική τὸ καλῴδιον τὰ καλῴδι
     κλητική ! καλῴδιον καλῴδι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καλῳδίω
γεν-δοτ τοῖν  καλῳδίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καλῴδιον < υποκοριστικό του κάλως

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καλῴδιον ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]