καμινάρη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

καμινάρη

  1. καμινάρης, στη γενική του ενικού
  2. καμινάρης, στην αιτιατική του ενικού
  3. καμινάρης, στην κλητική του ενικού