καμινιώτικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καμινιώτικος < Καμινιώτ(ης) + -ικος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ka.miˈɲo.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐μι‐νιώ‐τι‐κος
Επίθετο
[επεξεργασία]καμινιώτικος, -η, -ο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καμινιώτικος
|