καμπανάρης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Καμπανάρης
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καμπανάρης οι καμπανάρηδες
      γενική του καμπανάρη των καμπανάρηδων
    αιτιατική τον καμπανάρη τους καμπανάρηδες
     κλητική καμπανάρη καμπανάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καμπανάρης < καμπάνα + -άρης

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kam.baˈna.ɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐μπα‐νά‐ρης

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καμπανάρης αρσενικό

  1. (λογοτεχνικό, επάγγελμα) ο κωδωνοκρούστης, κυρίως σε μοναστήρι
  2. (γενικότερα) ο νεωκόρος

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]