καμπούκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καμπούκι < (άμεσο δάνειο) ιαπωνική 歌舞伎 (kabuki)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καμπούκι ουδέτερο άκλιτο
- ένα είδος παραδοσιακού ιαπωνικού θεάτρου
- χορευτικό δράμα συνήθως με άνδρες ηθοποιούς σε όλους τους ρόλους, υπερβολικές εκφράσεις, κινήσεις και ζωγραφική δέρματος που τις υπερτονίζει - έχει αποτελέσει συχνά την θεματολογία του κινήματος τέχνης ουκιόε
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- καμπούκι στη Βικιπαίδεια