κανάστα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κανάστα | οι | κανάστες |
γενική | της | κανάστας | των | καναστών |
αιτιατική | την | κανάστα | τις | κανάστες |
κλητική | κανάστα | κανάστες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κανάστα < (άμεσο δάνειο) ισπανική canasta
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κανάστα θηλυκό
- είδος χαρτοπαίγνιου