καναλάρχης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καναλάρχης αρσενικό
- (νεολογισμός) ιδιοκτήτης τηλεοπτικού καναλιού
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καναλάρχης
|