κανατίτσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κανατίτσα | οι | κανατίτσες |
γενική | της | κανατίτσας | — | |
αιτιατική | την | κανατίτσα | τις | κανατίτσες |
κλητική | κανατίτσα | κανατίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κανατίτσα < κανάτ(α) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ka.naˈti.t͡sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐να‐τί‐τσα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κανατίτσα θηλυκό
- υποκοριστικό του κανάτα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κανατίτσα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -ίτσα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)