κανδήλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κανδήλα, Κανδήλας
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κανδήλα οι κανδήλες
      γενική της κανδήλας των κανδηλών
    αιτιατική την κανδήλα τις κανδήλες
     κλητική κανδήλα κανδήλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κανδήλα < μετατροπή από "ντ" σε "νδ" του καντήλα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κανδήλα θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]