κανιβαλικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]κανιβαλικά < κανιβαλικός + -ά
Επίρρημα
[επεξεργασία]κανιβαλικά
- με κανιβαλικό τρόπο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κανιβαλικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]κανιβαλικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κανιβαλικό