κανναβίς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κανναβίς < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κανναβίς θηλυκό
- σπόροι κάνναβης
- ※ κανναούριν: το κανναβούρι, σπόροι κάνναβης (κανναβόσπορος), κανναβίς («κανναούριν, το», Εικονικό Μουσείο Κυπριακών Τροφίμων και Διατροφής, ανακτήθηκε στις 12/12/2021 [1])
- υφαντικές ίνες από κάνναβη
- ※ Οι βασικές υφαντικές ύλες είναι οι ακόλουθες: ... λινάρι / κανναβίς / γιούτα και άλλες ίνες .... (ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ, ΕΥΡΑΤΌΜ) αριθ. 2028/2004 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ, της 16ης Νοεμβρίου 2004 [2])
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κανναβίς
|