κανονικό πολυώνυμο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κανονικό πολυώνυμο < λείπει η ετυμολογία

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

κανονικό πολυώνυμο ουδέτερο

  • (μαθηματικά) πολυώνυμο στο οποίο ο συντελεστής της μεγαλύτερης δύναμής του είναι η μονάδα

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]