καπελού

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καπελού οι καπελούδες
      γενική της καπελούς των καπελούδων
    αιτιατική την καπελού τις καπελούδες
     κλητική καπελού καπελούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καπελού < καπελ(άς) + κατάληξη θηλυκού -ού

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ka.peˈlu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐πε‐λού

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καπελού θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε καπελάς