καπηλεύομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καπηλεύομαι < κάπηλος

καπηλεύομαι

  • εκμεταλλεύομαι ευγενικές ιδέες για ίδιο όφελος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]