καπιταλιστικοποίηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καπιταλιστικοποίηση οι καπιταλιστικοποιήσεις
      γενική της καπιταλιστικοποίησης* των καπιταλιστικοποιήσεων
    αιτιατική την καπιταλιστικοποίηση τις καπιταλιστικοποιήσεις
     κλητική καπιταλιστικοποίηση καπιταλιστικοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καπιταλιστικοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καπιταλιστικοποίηση < καπιταλιστικός + -ο- + -ποίηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καπιταλιστικοποίηση θηλυκό

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]