καπλαματζής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καπλαματζής οι καπλαματζήδες
      γενική του καπλαματζή των καπλαματζήδων
    αιτιατική τον καπλαματζή τους καπλαματζήδες
     κλητική καπλαματζή καπλαματζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καπλαματζής < καπλαμάς + -τζής

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
καπλαματζής αρσενικό,
  • ο τεχνίτης ξυλουργός που επενδύει ξύλα με καπλαμά

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]