καπνίλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καπνίλα οι καπνίλες
      γενική της καπνίλας
    αιτιατική την καπνίλα τις καπνίλες
     κλητική καπνίλα καπνίλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καπνίλα < καπν(ός) + -ίλα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καπνίλα θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]