καπνίλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καπνίλα | οι | καπνίλες |
γενική | της | καπνίλας | — | |
αιτιατική | την | καπνίλα | τις | καπνίλες |
κλητική | καπνίλα | καπνίλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καπνίλα θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καπνίλα
|