καπνίσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]καπνίσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος καπνίζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καπνίζω
- θα καπνίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καπνίζω