καπνοτόπι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καπνοτόπι | τα | καπνοτόπια |
γενική | του | καπνοτοπιού | των | καπνοτοπιών |
αιτιατική | το | καπνοτόπι | τα | καπνοτόπια |
κλητική | καπνοτόπι | καπνοτόπια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καπνοτόπι ουδέτερο
- τόπος κατάλληλος για καλλιέργεια καπνού ή όπου γενικά καλλιεργείται καπνός
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καπνοτόπι
|