καπνόφυλλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καπνόφυλλο ουδέτερο
- φύλλο του φυτού καπνός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καπνόφυλλο
|
καπνόφυλλο ουδέτερο
|