καποτάστο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καποτάστο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καποτάστο ουδέτερο
- εργαλείο το οποίο σφίγγεται πάνω στην ταστιέρα των έγχορδων οργάνων με σκοπό να μεταβάλλει ομοιόμορφα και προσωρινά το ενεργό μήκος των χορδών
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καποτάστο