καράς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | καράς | οι | καράδες |
γενική | του | καρά | των | καράδων |
αιτιατική | τον | καρά | τους | καράδες |
κλητική | καρά | καράδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καράς < (άμεσο δάνειο) τουρκική kara + -ς
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καράς αρσενικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καράς
|