καρέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καρέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική carré[1]
κόμικ με τέσσερα καρέ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καρέ ουδέτερο άκλιτο

  1. στιγμιότυπο από κινηματογραφική ταινία ή κινούμενα σχέδια
  2. τμήματα σελίδας κόμικς όπου φαίνεται μια σκηνή
  3. ομάδα τεσσάρων ατόμων που παίζουν σε ένα χαρτοπαίγνιο
  4. (ποδόσφαιρο) η μικρή ή η μεγάλη περιοχή
  5. είδος εργόχειρου, κεντητού ή πλεκτού (με βελονάκι), τετράγωνου, σε αντίθεση με το σεμέν, που χρησιμοποιείται για τα υπόλοιπα σχήματα (οβάλ, παραλληλόγραμμο κλπ.)
  6. είδος κουρέματος των μαλλιών

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • συμπληρώθηκε το καρέ: ήρθε και ο τελευταίος που περιμέναμε

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • στο ποδόσφαιρο συνήθως χρησιμοποιείται στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]