καραγκιόζ μπερντές

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καραγκιόζ μπερντές < καραγκιόζης + μπερντές

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καραγκιόζ μπερντές αρσενικό

  1. κρεμασμένο σεντόνι που χρησιμοποιείται στην παράσταση του θεάτρου σκιών Καραγκιόζη
  2. χώρισμα από σεντόνι, σαν και αυτό που χρησιμοποιείται στην παράσταση του θεάτρου σκιών

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

ως μια λέξη:

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]