καρακαηδόνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καρακαηδόνα < κόρακ(ας) + αηδόνα με υποχωρητική αφομοίωση [o] - [a] > [a] - [a] [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.ɾa.kai̯ˈðo.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ρα‐καη‐δό‐να
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καρακαηδόνα θηλυκό
- (λαϊκότροπο, μειωτικό) πολυλογού, ανόητη γυναίκα που γίνεται και ενοχλητική
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γυναίκα ενοχλητική σαν πουλί
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ καρακαηδόνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας