καρατζόβας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | καρατζόβας | οι | καρατζόβες |
γενική | του | καρατζόβα | — | |
αιτιατική | τον | καρατζόβα | τους | καρατζόβες |
κλητική | καρατζόβα | καρατζόβες | ||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καρατζόβας < Καρατζόβα (τοπωνύμιο) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καρατζόβας αρσενικό
- χωρίς καλούς ή λεπτούς τρόπους, χωριάτης, βλάχος, άξεστος
- ο ναυτονόμος
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καρατζόβας
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αγώνας' χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)