καρατομέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καρατομέω < καρατόμος < κάρα (κεφάλι) + τέμνω

καρατομέω/καρατομῶ

Συγγενικά

[επεξεργασία]