καρβονικό οξύ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καρβονικό οξύ < γαλλική carbonique

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

καρβονικό οξύ ουδέτερο

  • (χημεία) οποιοδήποτε οργανικό οξύ που οφείλει τις όξινες ιδιότητές του στο ότι στο μόριό του περιέχονται μία ή περισσότερες ομάδες καρβοξυλίου (-COOH). Αν στο μόριο υπάρχει μιά μόνο ομάδα, το οξύ ονομάζεται μονοκαρβονικό, αν υπάρχουν περισσότερες της μιας τέτοιες ομάδες, το οξύ ονομάζεται δικαρβονικό, τρικαρβονικό κ.λπ. ή, γενικότερα, πολυκαρβονικό


Μεταφράσεις

[επεξεργασία]